Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

)' τα πιατικά (

  • 1 πιατικά

    τα собир, посуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πιατικά

  • 2 πιατικά

    [пьатика] ουσ. о. κληθ. посуда (столовая).

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιατικά

  • 3 πιατικά

    [пьатика] ουσ ο πληθ посуда (столовая).

    Эллино-русский словарь > πιατικά

  • 4 πιατικά

    vaisselle

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > πιατικά

  • 5 πιατικά

    naczynie (n) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > πιατικά

  • 6 πιατικά

    nádobí

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > πιατικά

  • 7 πιατικά

    crockery

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πιατικά

  • 8 vaisselle

    πιατικά

    Dictionnaire Français-Grec > vaisselle

  • 9 nádobí

    πιατικά

    Česká-řecký slovník > nádobí

  • 10 crockery

    πιατικά

    English-Greek new dictionary > crockery

  • 11 посуда

    посуда ж τα σκεύη (кухонная )' τα πιατικά (столовая)9 чайная \посуда το σερβίτσιο του τσαγιού
    * * *
    ж
    τα σκεύη ( кухонная); τα πιατικά ( столовая)

    ча́йная посу́да — το σερβίτσιο του τσαγιού

    Русско-греческий словарь > посуда

  • 12 посуда

    1. тех. τα δοχεία 2. (хозяйственная утварь) τα σκεύη, τα πιατικά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посуда

  • 13 бить

    бить
    несов
    1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;
    2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:
    \бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;
    3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):
    \бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;
    4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:
    \бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;
    5. (убивать скот) σφάζω;
    6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;
    7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:
    \бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;
    8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:
    часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;
    9. (побеждать) νικώ:
    \бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός.

    Русско-новогреческий словарь > бить

  • 14 посуда

    посуда
    ж τά σκεύη / τά πιατικά (столовая):
    кухонная \посуда τά μαγειρικά σκεύη· чайная \посуда τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > посуда

  • 15 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 16 crockery

    ['krokəri]
    (earthenware and china dishes, eg plate, cups, saucers etc: I've washed the crockery but the cutlery is still dirty.) πιατικά

    English-Greek dictionary > crockery

  • 17 доколотить

    -лочу, -лотишь ρ.σ.μ.
    1. τελειώνω το χτύπημα, το κάρφωμα, το μπήξιμο•

    доколотить кол τελειώνω το μπήξιμο πασσάλου•

    осталось два гвоздя απόμεινε να χτυπήσω δυο καρφιά.

    2. χτυπώ ώσπου•

    -ли его до того, что он теперь калека τον χτύπησαν τόσο πολύ, που έμεινε σακάτης.

    3. κατασπάζω, καταθραύω•

    доколотить всю посуду κατασπάζω ολα τα πιατικά.

    Большой русско-греческий словарь > доколотить

  • 18 дошалиться

    -люсь, -лишься ρ.σ. (απλ.) αταχτώ τόσο πολύ, πού...• я -лся до того, что чуть всю посуду не перебил έκανα τόσες πολλές αταξίες, που παρ' ολίγο να σπάσω όλα τα πιατικά.

    Большой русско-греческий словарь > дошалиться

  • 19 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 20 обобрать

    оберу, обершь, παρλθ. обобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобранный, βρ: -ран, -а, -о κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) μαζεύω, περισυλλέγω εντελώς•

    обобрать огурцы.с грядки μαζεύω όλα τα αγγουράκια από τη βραγιά•

    обобрать посуду со стола μαζεύω (παίρνω) όλα τα πιατικά από το τραπέζι.

    2. ξετινάζω, απογυμνώνω, κατατρώγω (τα χρήματα, την περιουσία κλπ. κάποιου).
    (μόνο με το αρνητικό μόριο не)• не обобрать α) δε γλυτώνω, δεν ξεφεύγω, β) δε μετριέται (λόγω πληθώρας).

    Большой русско-греческий словарь > обобрать

См. также в других словарях:

  • πιατικά — τα όλα γενικά τα πιάτα: Τα πιατικά τους είναι όλα ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • πιατικό — το, Ν συν. στον πληθ. τα πιατικά το σύνολο τών κάθε είδους και μεγέθους πιάτων και όμοιων σκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πιατικός < πιάτο] …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ντουζίνα — η (λ. βενετ.), δωδεκάδα: Πήρα μια ντουζίνα πιατικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»